- μωρός
- -ή, -ὁ (ΑΜ μωρός, -ά, -όν, Α αττ. τ. μῶρος, -ον, Μ και ἄμωρος, -ον)1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρίανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μωρό(μτφ) (για ενήλικο) α) πνευματικά ανώριμος ή εύπιστος, αφελήςβ) θωπευτικός χαρακτηρισμός αγαπημένου προσώπου(νεοελλ.-μσν.)1. το θηλ. ως ουσ. η μωρήχρησιμοποιείται ως επιφων. έκφραση, συνήθως με επιτιμητική ή προσβλητική χροιά («τί θέλεις, μωρή Άννα;»)2. το ουδ. ως ουσ. βρέφος, νήπιομσν.1. διανοητικά καθυστερημένος2. (για τη σοφία τού Θεού) αυτή που εμφανίζεται ανόητη ή πολύ απλοϊκή στα μάτια τών απίστων(μσν. -αρχ.) θρησκ. αυτός που δεν έχει επίγνωση τού αληθινού Θεού («λαὸς μωρὸς καὶ ἀκάρδιος», ΠΔ)αρχ.1. (για τα νεύρα) άτονος, νωθρός, χαλαρός2. (για γεύση) ανούσιος, άνοστος3. (το ουδ. ως ουσ) τὸ μῶρονη ανοησία (α. «μῶρα φρονεῑν», Σοφ.β. «μῶρα δρᾱν», Σοφ.γ. «μῶρα βουλεύεσθαι», Αριστοφ.)4. φρ. «μωρὰ ἀνάγκη» — αναπόδραστη ανάγκη (Επίκ.)5. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — λεγόταν για πολύ ανόητο άνθρωπο.επίρρ...μωρώς και μωρά (ΑΜ μωρῶς Α αττ. τ. μώρως, Μ και μωρά)με τρόπο που αρμόζει σε μωρό, ανόητα, απερίσκεπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η παλαιότερη άποψη, κατά την οποία η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mūra- «ανόητος» πιθ. < ΙΕ mō(u)- / mū- (για τη μετάπτωση ō: ū πρβλ. ζωμός: ζύμη), έχει εγκαταλειφθεί. Για τον τονισμό τού αττ. τ. μῶρος πρβλ. μοχθηρός - μόχθηρος, πονηρός - πόνηρος. Την λ. μωρός δανείστηκε η λατ. με τη μορφή morus, -a, -um και morio, -ionis. Ο τ. ἄ-μωρος με προθετικό φωνήεν α- (πρβλ. ἀ-πάρθενος, ἄ-ρηχος). Η μετάβαση τής λ. μωρός από τη σημ. «ανόητος» στη σημ. «βρέφος, νήπιο» για το ουδ. μωρό(ν) ήταν εύκολη και αναμενόμενη. Ο χαρακτηρισμός τού «ανόητου», καθώς και ετυμολογικά δηλώνει τον «άνουν, τον στερούμενο νου, λογικής, ορθής κρίσης», μπορεί εύκολα να μεταφερθεί στα βρέφη. Έτσι, από τις φράσεις μωρόν βρέφος, μωρόν νήπιον, μωρόν παιδίον, μωρόν τέκνον, κατά παράλειψη τού ουσιαστικού, προσέλαβε η λ. μωρόν τη σημ. «βρέφος, νήπιο» (πρβλ. και τη σημασιολογική εξέλιξη τού νήπιος*). Για τη χρήση τής κλητικής μωρέ, ως επιφώνημα, βλ. λ. βρε. Για τη σημ. που έλαβαν οι τ. μωρός / μωρόν ως α' συνθετικά βλ. λ. μωρ(ο)-.ΠΑΡ. μωραίνω, μωρίααρχ.μωρεύω, μωρίζω, μώρως, μωρούμαιμσν.μωρικόςνεοελλ.μώρα, μωρότητα.ΣΥΝΘ. (Για συνθ. με α' συνθετικό μωρός βλ. λ. μωρ[ο]-). (Β' συνθετικό) οξύμωροςαρχ.δριμύμωρος, παντόμωρος, παράμωρος, υπόμωρος].
Dictionary of Greek. 2013.